- ανθρώπιον
- ἀνθρώπιον, το (Α)ανθρωπάκι, τιποτένιος άνθρωπος, αχρείος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνθρώπιον — of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἀνθρώπιον — ἀνθρώπιον , ἀνθρώπιον of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπίσκε — ἀνθρώπιον of masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπίσκοι — ἀνθρώπιον of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπίσκοις — ἀνθρώπιον of masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπίσκον — ἀνθρώπιον of masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπίσκος — ἀνθρώπιον of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπίσκου — ἀνθρώπιον of masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπίσκους — ἀνθρώπιον of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθρωπίσκων — ἀνθρώπιον of masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)